δοξοκοπίας

δοξοκοπίας
δοξοκοπίᾱς , δοξοκοπία
thirst for fame
fem acc pl
δοξοκοπίᾱς , δοξοκοπία
thirst for fame
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανηγυρισμός — ο, ΝΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρικός εορτασμός, το να πανηγυρίζει κανείς κάτι ή το να πανηγυρίζεται κάτι αρχ. επίδειξη («καὶ ταῑς πράξεσιν ἀπηλλαγμένης πανηγυρισμοῡ καὶ δοξοκοπίας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”